- ωμός
- Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η κλείδα ενώνεται στην ωμοπλάτη με την ακρωμιοκλειδική άρθρωση και με δύο ισχυρούς συνδέσμους που τη στερεώνουν στην κορακοειδή απόφυση· η ωμοπλάτη ενώνεται με το βραχιόνιο οστό από την πιο ευκίνητη από τις αρθρώσεις. Πραγματικά, η κεφαλή του βραχιονίου με το ημισφαιρικό της σχήμα μπορεί να στρέφεται με ευχέρεια επάνω στην ωμογλήνη (αρθρική επιφάνεια της ωμοπλάτης), επιτρέποντας στο επάνω άκρο να πλησιάζει τον κορμό και να απομακρύνεται από αυτόν, να κινείται προς τα εμπρός, προς τα πίσω και να περιστρέφεται. Ο αρθρικός θύλακος της ωμοβραχιόνιας άρθρωσης είναι μάλλον χαμηλά, και αυτό προδιαθέτει στα εξαρθρήματα, ιδίως όταν συνυπάρχουν αλλοιώσεις των μυών της περιοχής· οι μυϊκοί τένοντες συμβάλλουν κατά πολύ στη συγκράτηση του βραχιονίου οστού επάνω στην ωμοπλάτη. Τα εξαρθρήματα του ώ. είναι από τα συχνότερα· από τα κατάγματα συχνά είναι εκείνα του άνω άκρου του βραχιονίου οστού· εξαρθρήματα και κατάγματα μπορεί να συνυπάρχουν. Συχνά παρατηρούνται επίσης διεργασίες αρθρίτιδας (ειδική μορφή είναι η περιαρθρίτιδα), η οποία συντηρείται από φλεγμονώδεις και εκφυλιστικές αλλοιώσεις των συστατικών της άρθρωσης και είναι επώδυνη. Απαιτεί πολύχρονη θεραπεία.
* * *(I)-ή, -ό / ὠμός, -ή, -όν, ΝΜΑ1. (για τρόφιμα) αμαγείρευτος, άβραστος, άψητος (α. «τρώει ωμά χόρτα» β. «ᾠὰ ὠμὰ καὶ ἑφθὰ», Θεόφρ.)2. (για καρπό) άγουρος3. μτφ. (για πρόσ. ή πράξη) σκληρός, απάνθρωπος, άγριος (α. «ωμή συμπεριφορά» β. «ἀπ' ὠμοῡ δαίμονος», Σοφ.)4. (για πηλό, πλίνθους ή αγγεία) ο μη ψημένος σε κάμινο, ακαμίνευτος (α. «ωμή πλίνθος» — η ωμόπλινθοςβ. «κέραμος ὠμός», Αριστοτ.)νεοελλ.1. νωθρός, οκνός2. το αρσ. ως ουσ. ο ωμόςο διάβολος3. φρ. «μήτε ωμός μήτε ψητός τρώγεται» — βλ. τρώγωμσν.-αρχ.1. (για νερό) άβραστος («ὑδάτων ὠμῶν ἢ ἁλμυρῶν ὑπαρχόντων», Γεωπ.)2. (για πίσσα) ακατέργαστοςαρχ.1. (για χώμα) αυτός που έχει ανάγκη να εκτεθεί στον ήλιο («ὡς ἡ ὠμὴ αὐτῆς ὀπτᾱται [γῆ]», Ξεν.)2. (για τροφή) άπεπτος, αχώνευτος3. πρόωρος, πρώιμος («ὠμὸν γῆρας», Ομ. Οδ.)4. παροιμ. φρ. «τούτους, ἤν πως δυνώμεθα, καὶ ὠμοὺς δεῑ καταφαγεῑν» — δηλώνει άγριο μίσος ή απανθρωπιά.επίρρ...ωμώς / ὠμῶς, ΝΜΑ, και ωμά Νμτφ. σκληρά, απάνθρωπα, βάναυσα (α. «φέρθηκε ωμά» β. «ἐπὶ τῇ... σφαγῇ ὠμῶς ἐν τῷ συμποσίῳ γενομένη», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ὠμός ανάγεται στον ΙΕ τ. *ōmos και αντιστοιχεί ακριβώς με τα: αρμ. hum και αρχ. ινδ. āma-. Η σύνδεση τού επιθ. με το λατ. amārus δεν φαίνεται πιθανή.ΠΑΡ. ὠμότητααρχ.ὠμάδιοςμσν.ὠμάζω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ωμοβόρος, ωμοφάγοςαρχ.ὠμαλθής, ὠμόβρωτος, ὠμοδακής, ὠμόδαμος, ὠμόδροπος, ὠμοθετῶ, ὠμόθριξ, ὠμόθυμος, ὠμοποιῶ, ὠμόσιτος, ὠμότοκος, ὠμοτύραννος, ὠμόφρωναρχ.-μσν.ὠμήλυσις, ὠμηστής, ὠμογέρων, ὠμότομος, ὠμοτριβής, ὠμόϋπνοςμσν.ὠμόδαιτος, ὠμόνους, ὠμόσαρκος].————————(II)ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) ο λιβανωτός.
Dictionary of Greek. 2013.